- περιπτυχή
- ἡ, Α [περιπτύσσω]1. περίβλημα, περικάλυμμα2. περίπτυξη, εναγκαλισμός3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» — τα τείχη που περιβάλλουν μια πόληβ) «ναύλοχοι περιπτυχαί» — ναυτικό προπύργιο, τείχος από πλοίαγ) «ἡλίου περιπτυχαί»μτφ. όλα όσα αγκαλιάζει ο ήλιος, δηλ. ολόκληρος ο κόσμος, το σύμπαν.
Dictionary of Greek. 2013.